- Αρκαδικος
- ἈρκαδικόςἈρκᾰδικός3аркадский Xen., Men., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ἀρκαδικός — Arcadian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρκαδικός — ή, ό (Α ἀρκαδικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αρκαδία νεοελλ. (ως λογοτεχνικός όρος) εκείνος που αναφέρεται στην ειδυλλιακή ποιμενική ζωή … Dictionary of Greek
Ἀρκαδικά — Ἀρκαδικός Arcadian neut nom/voc/acc pl Ἀρκαδικά̱ , Ἀρκαδικός Arcadian fem nom/voc/acc dual Ἀρκαδικά̱ , Ἀρκαδικός Arcadian fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρκαδικῶν — Ἀρκαδικός Arcadian fem gen pl Ἀρκαδικός Arcadian masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρκαδικόν — Ἀρκαδικός Arcadian masc acc sg Ἀρκαδικός Arcadian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρκαδικαῖς — Ἀρκαδικός Arcadian fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρκαδικαί — Ἀρκαδικός Arcadian fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρκαδικοῖς — Ἀρκαδικός Arcadian masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρκαδικοί — Ἀρκαδικός Arcadian masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρκαδικοῦ — Ἀρκαδικός Arcadian masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρκαδικούς — Ἀρκαδικός Arcadian masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)